Las diosas y las nubes (II)

Tres poemas de Katerina Anghelaki-Rouke

Katerina_Anghelaki_Rooke.jpg

La poesía de Katerina Anghelaki-Rouke (1939–2020) es un constante diálogo con su propia labor traductora, con los enigmas de la traducción y el doble misterio del idioma y el silencio frente al mundo. A partir de esos hilos ha sabido urdir un muy personal tapiz de símbolos, alimentados siempre por una mirada inquisitiva que se retrae hacia dentro o se expande hacia las cosas en torno, la naturaleza, el amor, la ausencia. En sus poemas habla siempre un Eros discursivo, de una contenidísima melancolía, de un intenso pero lúcido somatismo.

A continuación, mi traducción de tres poemas suyos.

∗ ∗ ∗

Índice

Tres poemas de Katerina Anghelaki-Rouke (Trad. de Juan Manuel Macías)

DICE PENÉLOPE

And your absence teaches
me what art could not
Daniel Weissbort

No cosía, no tejía,
he comenzado un texto, y lo he destruido
bajo el peso de las palabras
pues una correcta expresión queda lastrada
si el dolor oprime dentro.
Y aunque la ausencia es el tema de mi vida
—ausencia de la vida—
sale el llanto al papel
y el sufrimiento físico del cuerpo
que está privado.

Borro, desgarro, ahogo
los gritos vivos
«Dónde estás, ven, te espero
esta primavera no es como las otras»
y vuelvo a amanecer
con nuevos pájaros y blancas sábanas
para secar al sol.
Tú no estarás aquí
para regar las flores con la manguera
para que goteen los viejos techos
colmados de lluvia
y se disuelva cuanto soy
en tu propia naturaleza
apacible, otoñal…
Tu refinado corazón
—refinado pues fui yo quien lo ha escogido—
estará siempre en otra parte
y he de cortar con palabras
los hilos que me atan
al hombre concreto
que añoro
hasta que Odiseo se vuelva símbolo de la Nostalgia
y navegue los mares
en la mente de cualquiera.
Te olvido con pasión
cada día
para que expíes tus pecados
de dulzura y aroma
y así completamente puro
puedas entrar en la inmortalidad.
Es una tarea dura, ingrata.
Mi única recompensa, si comprendo
de una vez qué es la presencia humana
qué la ausencia
o cómo funciona el ego
en tanta soledad, en tanto tiempo
y por qué nada detiene el mañana
y el cuerpo se rehace sin parar
se levanta del lecho se acuesta
como si lo talara
a veces la enfermedad y a veces el amor
esperando
que lo que se pierde en tacto
se gane en esencia.

De Los papeles dispersos de Penélope (1977)
(Trad. de Juan Manuel Macías)

DE EN LIPIU UNA VEZ MÁS

1

Aquí estudias el silencio
como si fuera una lengua extranjera.
Y si practicas bien
sabrás distinguir el dialecto
del día frente al marcado acento
de la noche.
Te aprendes los pájaros de memoria
y también la luz que trastoca
el sentido de la nada.
No podrás nunca expresarte
con naturalidad en esta lengua.
Pero te sorprenderá siempre su verdad.
Lees los árboles, las montañas en el original
Preguntas: «¿qué tengo yo que decir en esta lengua?»
El animal herido en lo más profundo de ti no contesta.
Guarda silencio.

(2000)
(Trad. de Juan Manuel Macías)

TRADUCIENDO EN AMOR EL FINAL DE LA VIDA

A P.S.

Porque con mi propia lengua
no puedo tocarte
vierto en otra mi pasión.
No puedo comunicarte
y te transfiguro;
no puedo desvestirte
y así te visto con la ficción de otro decir.
Al cobijo de tus alas
no puedo posarme
por eso revoloteo en torno a ti
y paso las páginas de tu diccionario.
Quisiera aprender a desnudarte,
la forma de esclarecerte,
por eso busco entre tus líneas
hábitos
la fruta que aprecias
los olores que prefieres
las muchachas que observas.
Jamás veré al descubierto tus señales
y en tus adjetivos me esfuerzo
para anunciarlos en términos paganos.
Pero mi propia historia ha envejecido,
no adornará este libro mío estante alguno
y con piel rara te imagino ahora,
propiedad de una biblioteca extranjera.
Porque nunca debiera haber dejado
impune la nostalgia
ni escrito este poema,
estoy leyendo ahora el cielo gris
al sol de una traducción.

Rodas, 16/3/02
(Trad. de Juan Manuel Macías)

Los originales

ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ

And your absence teaches
me what art could not
Daniel Weissbort

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
—απουσία από τη ζωή—
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«Πού είσαι, έλα, σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά…
Η εκλεκτή καρδιά σου
—εκλεκτή γιατί τη διάλεξα—
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρωδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.

Τα σκορπια χαρτια της Πηνελοπης
(1977)

ΣΤΗ ΛΥΠΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

1

Εδώ σπουδάζεις τη σιωπή
σα να ’ταν ξένη γλώσσα
κι αν έχεις ασκηθεί αρκετά
ξέρεις να ξεχωρίζεις τη διάλεκτο
της μέρας απ’ τη βαριά προφορά
της νύχτας.
Τα πουλιά τα μαθαίνεις απ’ έξω
όπως και το φως που αλλοιώνει
τη σημασία του τίποτα.
Δεν θα μπορέσεις ποτέ αυθόρμητα
να εκφραστείς σ’ αυτή τη γλώσσα
όμως θα σ’ αιφνιδιάζει πάντα η αλήθεια της.
Διαβάζεις τα δέντρα, τα βουνά στο πρωτότυπο.
Λες: Τι έχω εγώ να πω σ’ αυτή τη γλώσσα;
Το πληγωμένο ζώο μέσα σου βαθιά δεν απαντά.
Σωπαίνει.

(2000)

ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Στον Π. Σ.

Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σ’ αγγίξω
μεταγλωττίζω το πάθος μου.
Δεν μπορώ να σε μεταλάβω
και σε μετουσιώνω,
δεν μπορώ να σε ξεντύσω
έτσι σε ντύνω μ’ αλλόφωνη φαντασία.
Στα φτερά σου από κάτω
δεν μπορώ να κουρνιάσω
γι’ αυτό γύρω σου πετάω
και του λεξικού σου γυρνάω τις σελίδες.
Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω
πώς ξανοίγεσαι
γι’ αυτό μες στις γραμμές σου
ψάχνω συνήθειες
τα φρούτα π’ αγαπάς
μυρουδιές που προτιμάς
κορίτσια που ξεφυλλίζεις.
Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά
εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετα σου
για να τ’ απαγγείλω σ’ αλλόθρησκη λαλιά.
Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία
κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου
και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο
ολόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.
Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση.

Ρόδος, 16/3/02

Etiquetas: Grecia Anghelaki lecturas libros poemas traduciendo

Lista de etiquetas

Publicado: 20/11/20

Última actualización: 25/08/23


Últimas entradas publicadas

Esta obra está bajo una licencia de Creative Commons Reconocimiento-NoComercial 4.0 Internacional.

Última actualización: 25/08/23
© Juan Manuel Macías
Creado con esmero en
GNU Emacs